- πωγωνίας
- πωγωνίᾱς , πωγωνίαςbeardedmasc acc plπωγωνίᾱς , πωγωνίαςbeardedmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωγωνίας — ο, ΝΑ γενειοφόρος νεοελλ. ζωολ. α) είδος πιθήκων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μακριάς λευκής γενειάδας και ζουν στο Κονγκό και στην νήσο Φερνάντο Πόο β) γένος οστεοϊχθύων τής οικογένειας συανίδες αρχ. 1. αστρον. κομήτης με πώγωνα,… … Dictionary of Greek
πωγωνίαι — πωγωνίας bearded masc nom/voc pl πωγωνίᾱͅ , πωγωνίας bearded masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωγωνιῶν — πωγωνίας bearded masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωγωνία — πωγωνίᾱ , πωγωνίας bearded masc nom/voc/acc dual πωγωνίας bearded masc voc sg πωγωνίᾱ , πωγωνίας bearded masc voc sg (attic) πωγωνίᾱ , πωγωνίας bearded masc gen sg (doric aeolic) πωγωνίας bearded masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωγωνίαν — πωγωνίᾱν , πωγωνίας bearded masc acc sg (attic epic doric aeolic) πωγωνίας bearded masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωγωνοφόρος — α, ο / πωγωνοφόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει γένεια, πωγωνίας, γενειοφόρος νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα ζωολ. μικρό φύλο θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 περίπου περιγραφέντα είδη που… … Dictionary of Greek
Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… … Dictionary of Greek